πιάν

πιάν
το, Ν
άκλ. η τροπική μόρωση, τροπική νόσος οφειλόμενη σε ένα είδος τρεπονήματος, που μοιάζει με το τρεπόνημα τής σύφιλης, νόσος πολύ διαδεδομένη στις τροπικές χώρες, στο πρώτο στάδιο τής οποίας εμφανίζονται στο σώμα και ιδίως στις κνήμες χαρακτηριστικές εκβλαστήσεις που θυμίζουν μούρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pian «δερματική νόσος» (< pians, λέξη βραζιλιανής διαλέκτου)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… …   Dictionary of Greek

  • ραλίστας — ο, θηλ. ραλίστρια, Ν (αθλ.) αυτοκινητιστής που μετέχει σε αγώνες ράλυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράλι / ράλλυ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας, πιαν ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • τζαζίστας — ο, Ν εκτελεστής μουσικής τζαζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαζ + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • τρομπετίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τρομπέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπέτα + κατάλ. ίστας (< ιταλ. κατάλ. ista), πρβλ. πιαν ίστας] …   Dictionary of Greek

  • τσελίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • τσεμπαλίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέμπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέμπαλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”