-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
ραλίστας — ο, θηλ. ραλίστρια, Ν (αθλ.) αυτοκινητιστής που μετέχει σε αγώνες ράλυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράλι / ράλλυ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας, πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
τζαζίστας — ο, Ν εκτελεστής μουσικής τζαζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζαζ + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
τρομπετίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τρομπέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομπέτα + κατάλ. ίστας (< ιταλ. κατάλ. ista), πρβλ. πιαν ίστας] … Dictionary of Greek
τσελίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
τσεμπαλίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέμπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέμπαλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… … Dictionary of Greek